Τι είναι η υπογονιμότητα
Η «υπογονιμότητα» ορίζεται ως η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει τέκνο έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισυλληπτική προστασία. Δεν πρέπει να ταυτίζεται με την «στειρότητα», που είναι η απόλυτη βιολογική αδυναμία τεκνοποίησης.
Σύμφωνα με τον ορισμό της υγείας, όπως διατυπώνεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), η υπογονιμότητα αποτελεί διαταραχή της υγείας και χρήζει αντιμετώπισης. Η τεκνοποίηση και η δημιουργία οικογένειας θεωρούνται δικαίωμα του κάθε ανθρώπου και εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως η υπογονιμότητα αποτελεί πρόβλημα του ζευγαριού ως συνόλου και όχι μόνο της γυναίκας , όπως θεωρούσαν παλαιότερα.
Τα διάφορα προβλήματα γονιμότητας είναι αρκετά συχνά και εμφανίζονται σε ένα γενικό ποσοστό 10-15 % των ζευγαριών που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδιά. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται παράλληλα με την ηλικία της γυναίκας , η οποία και αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει τις πιθανότητες σύλληψης. Έτσι, το ποσοστό υπογονιμότητας είναι 15% σε γυναίκες ηλικίας 30-35 ετών , ανέρχεται σε 31 % στην ηλικία 35- 40 ετών και σε 60% σε ηλικίες άνω των 40 ετών, αντικατοπτρίζοντας την επίπτωση διεργασιών γήρανσης στην ποιότητα των ωαρίων και την ομαλή λειτουργία της ωοθήκης. Η αντίστοιχη επίδραση στην ικανότητα των σπερματοζωαρίων του άνδρα για γονιμοποίηση εμφανίζεται σε αρκετά μεγαλύτερες ηλικίες.
Ποια είναι τα αίτια της υπογονιμότητας
Η υπογονιμότητα ενός ζευγαριού, ανάλογα με το αίτιο που την προκαλεί , διακρίνεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες :
α) σε αυτήν που οφείλεται σε κάποιο γυναικείο παράγοντα, ο οποίος μπορεί να αφορά στις σάλπιγγες, στις ωοθήκες , στο ενδομήτριο , στον τράχηλο ή στον κόλπο, όπως και σε διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας
β) σε αυτήν που οφείλεται σε κάποιον ανδρικό παράγοντα ,
γ) στην υπογονιμότητα άγνωστης αιτιολογίας , η οποία αποτελεί το 10-20% του συνόλου των περιπτώσεων κατά τις οποίες , παρά το ότι ο έλεγχος και οι εξετάσεις τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας είναι απολύτως φυσιολογικές , το ζευγάρι δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που στο πρόβλημα ενός ζευγαριού συντρέχουν ως ένα βαθμό τόσο ο ανδρικός όσο και ο γυναικείος παράγοντας.
Υπογονιμότητα που οφείλεται σε γυναικείους παράγοντες
1. Υπογονιμότητα που οφείλεται στις σάλπιγγες
Ο σαλπιγγικός παράγοντας ευθύνεται περίπου για το 25% των περιπτώσεων υπογονιμότητας. Καταστάσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ανατομία και τη φυσιολογική λειτουργία των σαλπίγγων, οδηγώντας σε υπογονιμότητα, είναι :
• Σοβαρές λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος της γυναίκας(πχ σαλπιγγίτιδα ή γενικευμένη πυελική φλεγμονή)είναι δυνατόν να προκαλέσουν απόφραξη των σαλπίγγων , καταστροφή της φυσιολογικής δομής του τοιχώματος τους ή δημιουργία συμφύσεων με αποτέλεσμα το ωάριο να μην μπορεί να συναντηθεί με το σπερματοζωάριο ή το γονιμοποιημένο ωάριο να αδυνατεί να προωθηθεί προς την κοιλότητα της μήτρας.
• Η ενδομητρίωση μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα προκαλώντας διαταραχή της κινητικότητας των σαλπίγγων καθώς και δημιουργία συμφύσεων.
• Οι προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά της γυναίκας είναι δυνατόν να προκαλέσουν συμφύσεις δημιουργώντας προβλήματα στις σάλπιγγες.
2. Υπογονιμότητα που οφείλεται στις ωοθήκες
Ο ωοθηκικός παράγοντας ευθύνεται περίπου για το 20% των περιπτώσεων υπογονιμότητας. Καταστάσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ομαλή λειτουργία των ωοθηκών της γυναίκας είναι :
• Διαταραχές στην ωοθυλακιορρηξία , με αποτέλεσμα να μην απελευθερώνεται το ωάριο της γυναίκας, κάτι που σε φυσιολογικές συνθήκες συμβαίνει στο μέσο κάθε κύκλου. Η αδυναμία ωοθυλακιορρηξίας μπορεί να οφείλεται στην ωοθήκη, στο κεντρικό νευρικό σύστημα ή σε άλλα όργανα που επηρεάζουν το ορμονικό περιβάλλον της γυναίκας ( πχ στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, στη παρουσία διάφορων όγκων στις ωοθήκες ή στα επινεφρίδια, σε πρόωρη εμμηνόπαυση ,σε διαταραχές του θυρεοειδή αδένα, σε συγγενείς ανωμαλίες των ωοθηκών , σε υπερβολική σωματική άσκηση , σε έντονο στρες , σε αυξημένο σωματικό βάρος , σε κακή διατροφή , σε μεγάλη απώλεια βάρους, σε διαταραχές του εγκεφάλου , καθώς και σε παθήσεις του ήπατος και των νεφρών). Οι διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας μπορεί να εκδηλώνονται με διαταραχές του εμμηνορρυσιακού κύκλου (αμηνόρροια , αραιομηνόρροια, μηνορραγία κ.λπ.) .
• Διαταραχές μετά την γονιμοποίηση του ωαρίου. Η διαταραχή αυτή ονομάζεται ανεπάρκεια της ωχρινικής φάσης ,που έχει ως αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα.
3. Υπογονιμότητα που οφείλεται στο σώμα της μήτρας
Αν και η επίδραση των ανωμαλιών της μήτρας στη γονιμότητα είναι αμφιλεγόμενη , ο παράγοντας μήτρα –ενδομήτριο θα πρέπει να διερευνάται . Καταστάσεις όπως συμφύσεις στην κοιλότητα της μήτρας, ινομυώματα (κυρίως τα υποβλεννογόνια) και πολύποδες του ενδομητρίου της μήτρας μπορεί να είναι αίτια αδυναμίας εμφύτευσης του εμβρύου ή μη διατήρησης της κύησης. Από τα διάφορα είδη ινομυωμάτων , τα υποβλεννογόνια είναι εκείνα που δυσκολεύουν περισσότερο την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου καθώς προβάλλουν μέσα στη κοιλότητα της μήτρας παραμορφώνοντας το σώμα της. Ένα άλλο αίτιο υπογονιμότητας είναι η δημιουργία συμφύσεων στην κοιλότητα της μήτρας, οι οποίες παρουσιάζονται συνήθως σε γυναίκες που έχουν κάνει «έντονες» αποξέσεις (πχ απόξεση σε προχωρημένη κύηση) με αποτέλεσμα να δυσκολεύουν την εμφύτευση και την αρχική ανάπτυξη του εμβρύου. Τέλος, σοβαρές ή υποτροπιάζουσες φλεγμονές της μήτρας μπορεί να έχουν ως συνέπεια την αλλοίωση του ενδομητρίου με αποτέλεσμα την επιβάρυνση της γονιμότητας ενώ επίσης διάφορες συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας είναι δυνατόν να αποτελέσουν αίτιο υπογονιμότητας , αν και αυτές ενοχοποιούνται κυρίως για επανειλημμένες αποβολές.
4. Υπογονιμότητα που οφείλεται στον τράχηλο της μήτρας
Ένα 10% των περιπτώσεων υπογονιμότητας οφείλεται σε διαταραχές του τραχήλου της μήτρας. Η καλή ανατομική κατάσταση και λειτουργικότητα του τραχήλου αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση γονιμότητας στη γυναίκα , καθώς ο τράχηλος αποτελεί σημείο επιβίωσης των σπερματοζωαρίων μέχρι αυτά να οδηγηθούν προς τις σάλπιγγες και να συναντήσουν το ωάριο μέσα στις επόμενες ώρες ( ή ημέρες). Παράλληλα, η τραχηλική βλέννα που εκκρίνεται από τους αδένες του τραχήλου και οφείλεται στα οιστρογόνα , είναι άφθονη και διαυγής πριν από την ωοθυλακιορρηξία , διευκολύνοντας έτσι τη αποθήκευση και την διέλευση των σπερματοζωαρίων. Οι πολλαπλές επεμβάσεις στον τράχηλο μπορεί να προκαλέσουν στένωση του αυλού του ,καταστροφή των κυττάρων που τον καλύπτουν και να επηρεάσουν σημαντικά την έκκριση βλέννας με αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα. Η κωνοειδής εκτομή του τραχήλου και οι βίαιες αποξέσεις μπορεί να καταλήξουν επίσης σε ανεπαρκή παραγωγή τραχηλικής βλέννας. Οι χρόνιες ή υποτροπιάζουσες τραχηλίτιδες που δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και σωστά μπορεί επίσης να ευθύνονται για υπογονιμότητα , αλλοιώνοντας τη βλέννα ή και τα κύτταρα του τραχήλου. Τέλος , διαταραχές της τραχηλικής βλέννας , όπως είναι η ανεπαρκή παραγωγή της , η αλλοιωμένη σύσταση της ή η ύπαρξη σε αυτή αντισωμάτων που αδρανοποιούν τα σπερματοζωάρια ( πρόκειται για σπάνιο αίτιο υπογονιμότητας που εμφανίζεται σε γυναίκες με συνεχείς επαφές χωρίς προφύλαξη) μπορεί να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα.
5. Υπογονιμότητα που οφείλεται στον κόλπο
Αν και η συμμετοχή του κόλπου σε προβλήματα υπογονιμότητας είναι σπάνια κάποιες ανατομικές ανωμαλίες του κόλπου μπορεί να αποτελέσουν αίτιο υπογονιμότητας , εμποδίζοντας την άνοδο των σπερματοζωαρίων προς τον τράχηλο της μήτρας. Τέτοιες ανωμαλίες είναι τα συγγενή διαφράγματα του κόλπου και η στένωση του αυλού του. Γυναίκες με ανατομικές ανωμαλίες του κόλπου αναφέρουν δυσπαρευνία (πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή ).
6. Υπογονιμότητα που οφείλεται σε διάφορους παράγοντες
Διάφοροι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την γονιμότητα της γυναίκας με άγνωστο τρόπο ,με επηρεασμό της ωοθυλακιορρηξίας ή με άλλο μηχανισμό είναι :
• Ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος
• Το έντονο μακροχρόνιο στρες
• Η υπερβολική σωματική άσκηση
• Η μεγάλη αδυναμία, οι εξαντλητικές δίαιτες και η κακή διατροφή
• Η κατανάλωση αλκοόλ
• Η χρήση ναρκωτικών ουσιών
• Οι περιβαλλοντικές και επαγγελματικές συνθήκες
• Η συνεχής επαφή με χημικά όπως μόλυβδο
• Η μακροχρόνια λήψη φαρμάκων και κυρίως αντιβιοτικών.
Υπογονιμότητα που οφείλεται σε ανδρικό παράγοντα
Ο ανδρικός παράγοντας ευθύνεται για την υπογονιμότητα περίπου στο 30-50% των ζευγαριών με προβλήματα αναπαραγωγής. Βασικό κριτήριο της ανδρικής γονιμότητας είναι η φυσιολογική κατάσταση του σπέρματος. Ένα φυσιολογικό και επαρκές σπέρμα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της γονιμοποίησης και υπάρχουν πολλοί παράμετροι που αξιολογούνται έτσι ώστε το ανδρικό σπέρμα να χαρακτηριστεί γόνιμο.
Η αξιολόγηση της ποιότητας του σπέρματος γίνεται με την εκτίμηση του αριθμού, της κινητικότητας και της μορφολογίας των σπερματοζωαρίων . Αν ο αριθμός των σπερματοζωαρίων είναι μικρότερος του φυσιολογικού , η κατάσταση ονομάζεται ολιγοσπερμία , ενώ αν δεν υπάρχουν καθόλου σπερματοζωάρια , η κατάσταση ονομάζεται αζωοσπερμία. Σημαντική επίσης είναι και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, δεδομένου ότι τα σπερματοζωάρια πρέπει να κινηθούν και να διανύσουν την απόσταση μέχρι της σάλπιγγες για να συναντηθούν με το ωάριο. Τέλος η μορφολογία των σπερματοζωαρίων πρέπει να είναι , σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό , φυσιολογική. Εκτός από τα παραπάνω χαρακτηριστικά των σπερματοζωαρίων, σημασία έχουν και άλλοι παράγοντες , όπως ο όγκος του σπέρματος , η παρουσία φλεγμονής και τέλος η ύπαρξη αντισπερμικών αντισωμάτων. Τα τελευταία κατευθύνονται στα σπερματοζωάρια , πάνω στα οποία προσκολλώνται , επηρεάζοντας τόσο την κινητικότητα όσο και την ικανότητα τους να γονιμοποιήσουν το ωάριο.
Άλλα αίτια ανδρικής υπογονιμότητας που μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές του σπέρματος είναι διάφορες φλεγμονές των όρχεων, με πιο γνωστή την προκαλούμενη από παρωτίτιδα, καθώς και σοβαρές φλεγμονές του προστάτη. Άλλες καταστάσεις ανδρικής υπογονιμότητας είναι διαταραχές στην εκσπερμάτιση (προβλήματα στύσης, παλίνδρομη εκσπερμάτιση) ή διαταραχές της εναπόθεσης του σπέρματος (επισπαδίας, υποσπαδίας), ανώμαλη λειτουργία των όρχεων ποικίλης αιτιολογίας που οφείλονται στα γονίδια ή τα χρωματοσώματα του άνδρα καθώς και κρυψορχία που δεν χειρουργήθηκε μέχρι το 5ο έτος της ηλικίας. Η κιρσοκήλη , η συστροφή όρχεων , τραυματισμοί και κακώσεις των όρχεων, η λήψη διαφόρων τοξικών φαρμάκων , η επίδραση ακτινοβολίας στους όρχεις ,η κατάχρηση οινοπνεύματος , σπάνιοι όγκοι και βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές και να επηρεάσουν την ποιότητα του σπέρματος.
Τέλος παροδική διαταραχή του σπέρματος μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε άνδρες που ζουν σε μεγάλο υψόμετρο, που δεν τρέφονται σωστά , που ασκούνται υπερβολικά ή φορούν στενά εσώρουχα και παντελόνια με αποτέλεσμα να αυξάνεται υπερβολικά η θερμοκρασία στην περιοχή.
Διερεύνηση του υπογόνιμου ζευγαριού και εξετάσεις υπογονιμότητας
Η διερεύνηση ενός ζευγαριού που παρουσιάζει πρόβλημα γονιμότητας απαιτεί μεθοδικό έλεγχο λόγω της ποικιλίας των καταστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα.
Ο έλεγχος του ζευγαριού περιλαμβάνει:
• Διερεύνηση του ανδρικού παράγοντα. Η εξέταση του σπέρματος πραγματοποιείται συνήθως μετά από αποχή 3 έως 5 ημερών από την σεξουαλική πράξη. Η αξιολόγηση της ποιότητας του σπέρματος γίνεται με την εκτίμηση του αριθμού , της κινητικότητας και της μορφολογίας των σπερματοζωαρίων. Ένα φυσιολογικό σπερμοδιάγραμμα (ή σπερματοδιάγραμμα) συνήθως θα αποκλείσει ένα σημαντικό παράγοντα υπογονιμότητας από την πλευρά του άνδρα. Αν το σπέρμα στη πρώτη διερεύνηση παρουσιάζει προβλήματα , όπως μειωμένο αριθμό ή κινητικότητα ή παθολογική μορφολογία των σπερματοζωαρίων θα συστηθεί η επανάληψη της εξέτασης μετά από μερικές εβδομάδες. Η γενική εξέταση του σπέρματος μας δίνει πληροφορίες για τον όγκο του , την οξύτητά του , τον αριθμό ,τη μορφολογία και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων ,την ύπαρξη φλεγμονωδών κυττάρων και την περιεκτικότητα σε φρουκτόζη και ψευδάργυρο. Σε υποψία φλεγμονής γίνεται καλλιέργεια του σπέρματος , ενώ σε υπόνοια ύπαρξης αντισωμάτων ακολουθούν ειδικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό τους.
• Εξέταση της γυναίκας με αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση, κολποσκόπηση και διακολπικό υπερηχογράφημα για να ελεγχθούν ο κόλπος (για πιθανά διαφράγματα, ουλές κ.λπ.) ,ο τράχηλος (για πιθανή ατροφία ή φαινόμενα τραχηλίτιδας), η μήτρα(έλεγχος για πολύποδες , ινομυώματα κ.λπ.) και οι ωοθήκες (για έλεγχο της ωοθυλακιορρηξίας).
• Εργαστηριακές αναλύσεις αίματος για ελεγχθούν οι ορμόνες που σχετίζονται με τον κύκλο της γυναίκας και πλήρης ενδοκρινολογικός έλεγχος.
• Υστεροσαλπιγγογραφία. Η υστεροσαλπιγγογραφία αποτελεί μια σημαντική εξέταση που δίνει πληροφορίες για την κοιλότητα της μήτρας και τις σάλπιγγες. Κατά την υστεροσαλπιγγογραφία ,που πρέπει να γίνεται 3-6 ημέρες μετά το τέλος της περιόδου, χορηγείται σκιαγραφικό υλικό διαμέσου του τραχήλου της μήτρας και λαμβάνονται ακτινογραφίες σε διάφορα στάδια. Με αυτό τον τρόπο ελέγχεται η ύπαρξη ανωμαλιών στη κοιλότητας της μήτρας , όπως είναι τα διαφράγματα ,τα υποβλεννογόνια ινομυώματα ή οι συμφύσεις , καθώς και η ύπαρξη ανωμαλιών στις σάλπιγγες , όπως η διάταση ή απόφραξη του αυλού τους.
• Υστεροσκόπηση και λαπαροσκόπηση. Αν υπάρξουν αμφιβολίες ή αν ανευρεθεί πρόβλημα στις σάλπιγγες μετά την εκτέλεση της υστεροσαλπιγγογραφίας, ο έλεγχος συμπληρώνεται με την υστεροσκόπηση και τη λαπαροσκόπηση. Με την υστεροσκόπηση ελέγχεται το κανάλι του τραχήλου και η κοιλότητα της μήτρας με τα στόμια των σαλπίγγων που ανοίγουν σε αυτήν. Με τη λαπαροσκόπηση ελέγχεται όλη η πύελος της γυναίκας για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν συμφύσεις ή ενδομητρίωση όπως και η κατάσταση των σαλπίγγων , ενώ ελέγχεται αν αυτές είναι ανοικτές και διαβατές.
• Εξέταση της τραχηλικής βλέννας μετά τη σεξουαλική επαφή(το ζευγάρι έρχεται σε επαφή ιδανικά περίπου 2 ημέρες πριν την ωοθυλακιορρηξία). Πρόκειται για μια ειδική εξέταση όπου ελέγχεται στο μικροσκόπιο η τραχηλική βλέννα 2 με 12 ώρες μετά τη σεξουαλική επαφή με σκοπό να ελεγχθεί εάν έχει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά.
Αντιμετώπιση και θεραπεία υπογονιμότητας
Για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη όλα τα δεδομένα και το ζευγάρι να οδηγηθεί, με την βοήθεια της θεραπευτικής ομάδας, στην καταλληλότερη απόφαση. Ανάλογα με την διάγνωση, προσφέρονται διαφορετικές επιλογές. Στις περιπτώσεις εκείνες όπου η διερεύνηση των στοιχείων που αφορούν το ζευγάρι αποκαλύψει κάποιον συγκεκριμένο παράγοντα , ο οποίος πιθανώς ευθύνεται για την υπογονιμότητα ,είναι λογικό το πρώτο βήμα να αποτελεί η εξουδετέρωση του παράγοντα αυτού. Οι απλούστερες επιλογές είναι:
• φαρμακευτική αγωγή για την τυχόν καταπολέμηση λοιμώξεων,
• φαρμακευτική αγωγή για την ρύθμιση ή την διέγερση της λειτουργίας των ωοθηκών ή των όρχεων,
• χειρουργική επέμβαση για την θεραπεία ανατομικών προβλημάτων του αναπαραγωγικού συστήματος, ή πιθανής ενδομητρίωσης,
• συνδυασμός φαρμακευτικής και χειρουργικής θεραπείας.
Εάν αυτές οι μέθοδοι δεν φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, ή δεν είναι κατάλληλες, καθώς και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει πρόβλημα ωοθυλακιορρηξίας, απόφραξη των σαλπίγγων ,σοβαρή διαταραχή του σπέρματος ή τέλος όταν υπάρχει ανεξήγητη υπογονιμότητα τότε πρέπει να στραφούμε σε ειδικές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που θα αναλυθούν παρακάτω.
1. Πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας
Αν το αίτιο της υπογονιμότητας σχετίζεται με την αδυναμία της γυναίκας να απελευθερώνει ωάρια κάθε μήνα παρά το γεγονός ότι η γυναίκα μπορεί να έχει «φυσιολογικό» κύκλο ή να παρουσιάζει αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια , η λογική προσέγγιση του προβλήματος είναι να προκαλέσουμε ωοθυλακιορρηξία. Ωστόσο είναι ευνόητο ότι η πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας χρησιμοποιείται μόνο μετά από ολοκληρωμένη διερεύνηση της υπογονιμότητας , περιλαμβάνοντας την υστεροσαλπιγγογραφία ή τη λαπαροσκόπηση , που επιβεβαιώνουν ότι οι σάλπιγγες είναι ανοικτές και διαβατές.
Ωοθυλακιορρηξία μπορεί να προκληθεί με διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα. Η φαρμακευτική ουσία που χρησιμοποιείται συνήθως ως πρώτη επιλογή είναι η κιτρική κλομιφαίνη ενώ άλλος τρόπος διέγερσης των ωοθηκών είναι η χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών που λέγονται γοναδοτροπίνες και δεν είναι άλλες από τις ουσίες εκείνες που ελκύονται από την υπόφυση της γυναίκας δρώντας στα ωοθυλάκια και ρυθμίζοντας τον κύκλο της.
2. Σπερματέγχυση
Είναι μια απλή και οικονομική μέθοδος ,κατά την οποία λαμβάνεται σπέρμα και, αφού υποστεί μια ειδική επεξεργασία, τα σπερματοζωάρια τοποθετούνται με έναν καθετήρα μέσα στη κοιλότητα της μήτρας την ημέρα της ωοθυλακιορρηξίας. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται ο τράχηλος και τα σπερματοζωάρια βρίσκονται πιο κοντά στο στόχο τους. Η σπερματέγχυση είναι μια ανώδυνη μέθοδος που επιλέγεται συνήθως σε ζευγάρια με υπογονιμότητα άγνωστης αιτιολογίας , όταν το ανδρικό σπέρμα δεν είναι ικανοποιητικό καθώς και σε περιπτώσεις όπου η τραχηλική βλέννη δεν έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Η σπερματέγχυση μπορεί να συνδυαστεί και με διέγερση των ωοθηκών έτσι ώστε η χρονική στιγμή της ωοθυλακιορρηξίας να υπολογιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια.
3. Εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF)
H εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) είναι η διαδικασία κατά την οποία τα ωάρια γονιμοποιούνται από τα σπερματοζωάρια έξω από τη μήτρα, in vitro. Οι ενδείξεις για την εφαρμογή τεχνικών εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι :
• Σε σοβαρές βλάβες των σαλπίγγων ή σε απόφραξη τους.
• Όταν δεν έχει επιτευχθεί κύηση μετά από διάστημα αναμονής 12 μηνών από χειρουργική επέμβαση για λόγους υπογονιμότητας.
• Σε ανεπάρκεια του ανδρικού σπέρματος
• Μετά από 1 με 2 αποτυχημένες σπερματεγχύσεις
• Σε αποτυχία γονιμοποίησης μετά από 6-12 κύκλους πρόκλησης επιτυχούς ωοθυλακιορρηξίας.
• Σε προβλήματα τραχηλικής βλέννας
• Σε περιπτώσεις αδιευκρίνιστης αιτιολογίας υπογονιμότητας.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:
Α)Εφαρμογή κάποιου πρωτοκόλλου διέγερσης των ωοθηκών. Εκτός από τις γοναδοτροπίνες χορηγούνται ταυτόχρονα και μια άλλη κατηγορία φαρμάκων ,τα οποία η γυναίκα είτε τα ξεκινάει μερικές ημέρες πριν από τις γοναδοτροπίνες είτε ταυτόχρονα με αυτές. Η στενή παρακολούθηση της γυναίκας με διαδοχικά υπερηχογραφήματα και μετρήσεις των οιστρογόνων είναι απαραίτητη. Όταν η ανάπτυξη των ωοθυλακίων είναι η επιθυμητή , χορηγείται και η ένεση της χοριακής γοναδοτροπίνης.
Β)Η ωοληψία ακολουθεί 32-36 ώρες μετά την ένεση της χοριακής γοναδοτροπίνης. Η ωοληψία πραγματοποιείται υπό συνεχή υπερηχογραφικό έλεγχο κατά την οποία τα ωοθυλάκια παρακεντώνται μέσω του κόλπου και λαμβάνονται τα ωάρια. Η ωοληψία είναι μια ανώδυνη διαδικασία καθώς γίνεται με ελαφριά νάρκωση (μέθη).
Γ)Την ίδια μέρα συλλέγεται και το σπέρμα του άνδρα.
Δ)Ακολουθεί η γονιμοποίηση των γεννητικών κυττάρων στο εργαστήριο. Τα καλύτερα ωάρια επιλέγονται και έρχονται σε επαφή με τα κατάλληλα επεξεργασμένα σπερματοζωάρια εντός ειδικού θρεπτικού υλικού.
Ε)Στις αμέσως επόμενες ημέρες μετά τη γονιμοποίηση ,γίνεται εκτίμηση της ποιότητας των εμβρύων και ακολουθεί η εμβρυομεταφορά. Με τη βοήθεια ειδικών καθετήρων ,διαμέσου του τραχήλου , γίνεται η τοποθέτηση των εμβρύων μέσα στη μήτρα.
Τέλος να τονιστεί ότι υπάρχουν διάφορες παραλλαγές την κλασικής εξωσωματικής γονιμοποίησης που περιγράφηκε παραπάνω και εφαρμόζονται κυρίως σε περιπτώσεις με πολύ σοβαρά προβλήματα σπέρματος (μέθοδος ICSI). Κατά τη μέθοδο ICSI ( Intracytoplasmic Sperm Injection) , ακολουθούνται τα στάδια της κλασικής εξωσωματικής γονιμοποίησης , όταν όμως φτάσει η στιγμή της γονιμοποίησης , διανοίγεται μια μικροσκοπική οπή στη μεμβράνη του ωαρίου και το σπερματοζωάριο τοποθετείται μέσα σε αυτό. Για την εφαρμογή της μεθόδου ICSI, τα απαιτούμενα σπερματοζωάρια λαμβάνονται είτε με την απλή συλλογή σπέρματος, εφόσον αυτό είναι εφικτό , είτε ,σε περιπτώσεις αζωοσπερμίας, με την αναρρόφηση τους από την επιδιδυμίδα ή με βιοψία των όρχεων(μέθοδος TESA – TESE ICSI).
4. Δωρεά ωαρίων ή σπέρματος
Στις περιπτώσεις εκείνες όπου η εξασφάλιση κατάλληλων ωαρίων ή σπέρματος για την εφαρμογή κάποιας μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι αδύνατη ,θα μπορούσε να προταθεί ως λύση η χρησιμοποίηση δανεικών γεννητικών κυττάρων. Τέτοιες περιπτώσεις είναι :
• Γυναίκες μεγάλης ηλικίας που είναι λογικό οι ωοθήκες τους να υπολειτουργούν
• Γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση
• Γυναίκες που έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τις ωοθήκες τους στο παρελθόν
• Γυναίκες με κατεστραμμένες από κάποιο λόγο ωοθήκες.
• Άντρες με αζωοσπερμία
Στη περίπτωση δωρεάς ωαρίων, η δότρια θα υποβληθεί σε πρόγραμμα διέγερσης των ωοθηκών με αποκλειστικό σκοπό να δωρίσει τα ωάρια της και την κατάλληλη ημέρα θα γίνει η ωοληψία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή κατάληξη της δωρεάς ωαρίου είναι η κατάλληλη προετοιμασία του ενδομητρίου της δέκτριας με τη χορήγηση οιστραδιόλης και προγεστερόνης ώστε το ενδομήτριο να έχει υψηλής ποιότητας υποδεκτικότητα τον χρόνο της εμβυομεταφοράς. Μετά την ωοληψία ,ακολουθεί η γονιμοποίηση στο εργαστήριο με τα δανεικά ωάρια και το σπέρμα του συντρόφου της δέκτριας και στη συνέχεια ακολουθεί η εμβρυομεταφορά στη μήτρα της δέκτριας.
Στη περίπτωση δωρεάς σπέρματος , η τοποθέτηση του σπέρματος στη μήτρα γίνεται συνήθως με σπερματέγχυση ,όπως περιγράφηκε παραπάνω.